πάρεση — η 1. χαλάρωση. 2. (ιατρ.), ελαφρά παράλυση μυός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρέσῃ — πάρειμι 1 sum fut ind mid 2nd sg παρέσηι , πάρεσις letting go fem dat sg (epic) παρέζομαι sit beside aor subj act 3rd sg (epic) παρέζομαι sit beside aor subj mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της … Dictionary of Greek
Τάπια — Ν φρ. «σύνδρομο Τάπια» ιατρ. μονόπλευρη, μερική ή ολική παράλυση τών τριών τελευταίων εγκεφαλικών συζυγιών που εκδηλώνεται με πάρεση τού υπερώιου ιστίου, τού φάρυγγα, τού λάρυγγα, τής γλώσσας, τού στερνοκλειδομαστοειδούς και τού τραπεζοειδούς… … Dictionary of Greek
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
δυσφρενία — η αίσθηση πνευστίασης χωρίς επιτάχυνση τού αναπνευστικού ρυθμού, η οποία οφείλεται σε πάρεση ή σε σπασμό τού διαφράγματος … Dictionary of Greek
κλαυθμών — ο (AM κλαυθμών, ῶνος) τόπος όπου κλαίνε, τόπος θρήνου και κλάματος («καὶ παρέσῃ αὐτοῑς πλησίον τοῡ κλαυθμῶνος», ΠΔ) νεοελλ. φρ. 1. «πλατεία Κλαυθμώνος» κεντρική πλατεία τής Αθήνας 2. «κοιλάδα τού κλαυθμώνος» η κόλαση μσν. κλάμα, θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λόρδωση — Ανώμαλη κάμψη της σπονδυλικής στήλης, που προκαλεί μεταβολή της θέσης του κορμού. Κατά τη λ. οι γλουτοί προεξέχουν, οι ώμοι γέρνουν προς τα πίσω, ενώ η ραχιαία και η οσφυϊκή περιοχή σχηματίζουν μεγάλη καμπύλη. Η πάθηση αυτή είναι σπάνια. Συνήθως… … Dictionary of Greek
πυραμιδικός — ή, ό / πυραμιδικός, ή, όν, ΝΑ [πυραμίς, ίδος] αυτός που έχει σχήμα πυραμίδας, πυραμιδοειδής νεοελλ. 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ανατομικό σχηματισμό πυραμίδας 2. φρ. α) «πυραμιδική οδός» (ανατ. φυσιολ.) η κύρια φλοιονωτιαία… … Dictionary of Greek